«RevAthens – Ζωντανεύοντας την Αθήνα της Επανάστασης»
Μια ψηφιακή εφαρμογή περιήγησης γύρω από τον βράχο της Ακρόπολης, για κινητά τηλέφωνα ή tablets, μέσω της οποίας οι χρήστες έχουν τη δυνατότητα να «συναντήσουν» παραδείγματα ιστορικών χαρακτήρων που έζησαν την πολιορκία της Ακρόπολης από τον Κιουταχή το 1826-1827.
Η πολιορκία της Ακρόπολης από τον Κιουταχή (Αύγουστος 1826 – Μάιος 1827) είναι ένα από τα λιγότερο γνωστά επεισόδια του τελευταίου έτους της Ελληνικής Επανάστασης. Οι Έλληνες που κατέφυγαν στο «κάστρο», όπως αποκαλούσαν οι Αθηναίοι τον βράχο ήδη από τα βυζαντινά χρόνια, ήταν ντόπιοι αγωνιστές και κάτοικοι, δημογέροντες της Αθήνας, ξένοι στρατιώτες, αλλά και γυναίκες και παιδιά. Σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας σημειώνονταν συνεχώς συγκρούσεις, ενώ βιαιότητες διαπράττονταν και από τις δύο πλευρές.
Πώς ήταν, άραγε, η ζωή τους κατά τη διάρκεια των δέκα μηνών που κράτησε η πολιορκία των Οθωμανών; Είχαν αρκετά εφόδια για να επιβιώσουν; Ποια ήταν η καθημερινότητά τους, πολεμική και άλλη; Πώς βίωναν την πολιορκία οι γυναίκες και τα παιδιά; Σε ποια γλώσσα συνεννοούνταν οι οπλαρχηγοί με τον Φαβιέρο ή με τους Αλβανούς αγγελιοφόρους;
Στόχος μας είναι να αναδείξουμε λιγότερο γνωστές πτυχές της Επανάστασης και να εστιάσουμε περισσότερο στην καθημερινή εμπειρία των απλών ανθρώπων, φέρνοντας στο φως στοιχεία τα οποία η παραδοσιακή ελληνική ιστοριογραφία έχει κατά κανόνα αποσιωπήσει.
Στην ερευνητική ομάδα συμμετέχει ένας ιστορικός, μία αρχαιολόγος/μουσειολόγος, μία θεατρολόγος/μουσειολόγος, δύο σχεδιαστές ψηφιακών παιχνιδιών, ένας ερευνητής ψηφιακών μέσων και ένας προγραμματιστής.
Η ψηφιακή εφαρμογή συντίθεται από δύο βασικές σκηνές, που συνοδεύονται από υποσκηνές. Οι δύο βασικές σκηνές «ξεκλειδώνουν» μέσω γεωεντοπισμού της συσκευής, όταν οι χρήστες βρεθούν στη βόρεια και στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης. Συγκεκριμένα, στην περιοχή της πηγής της Κλεψύδρας (βόρεια) και στην περιοχή του λεγόμενου Σερπεντζέ (σημερινό Ηρώδειο στα νότια), που προσομοιώνεται όπως ήταν με τις επιχωματώσεις εκείνης της εποχής (δηλαδή πριν από τις αρχαιολογικές ανασκαφές). Οι ιστορίες της εφαρμογής εκτυλίσσονται σε αυτούς τους δύο προσομοιωμένους χώρους.
H αφήγηση δεν χαρακτηρίζεται από γραμμικότητα (σε αντίθεση με την παραδοσιακή ιστορική αφήγηση). Οι χρήστες μπορούν να επικεντρωθούν σε διαφορετικά σημεία του χώρου και να παρακολουθήσουν διαλόγους που αναδεικνύουν ζητήματα όπως οι σχέσεις των δύο φύλων, οι σχέσεις των εμπόλεμων Ελλήνων με τους ευρωπαίους φιλέλληνες ή οι σχέσεις προσώπων με διαφορετική εθνοτική καταγωγή.
Μας απασχόλησε ιδιαίτερα η επιλογή των μικρών ιστοριών, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο θα τις αφηγούμασταν στην εφαρμογή, δηλαδή η μέθοδος εξιστόρησής τους. Επιλέξαμε ως προσφορότερη τη μεθοδολογία του μουσειακού θεάτρου που επιτρέπει τη δημιουργική διαχείριση του αφηγηματικού υλικού με τρόπο άμεσο και ελκυστικό.
Για την ιστορική τεκμηρίωση αξιοποιήθηκε μεγάλο πλήθος πηγών που προσέφεραν πλούσιες πληροφορίες για τον τρόπο ένδυσης, τις συμπεριφορές, τους τρόπους επικοινωνίας ανάμεσα στα δύο φύλα, για τις πρωτοβουλίες των Αθηναίων να ιδρύσουν το 1825 αλληλοδιδακτικά σχολεία για τα αγόρια και τα κορίτσια, στοιχεία για τις ασθένειες που μάστιζαν τους πληθυσμούς και πολλά άλλα.
Για την προσομοίωση του εδάφους, του περιβάλλοντος και των ερειπίων, όπως θα φαίνονταν τότε, συμβουλευτήκαμε παλιούς χάρτες, σχέδια, υδατογραφίες, γραπτές περιγραφές και δαγκεροτυπίες που χρονολογούνται πριν από την έναρξη των ανασκαφών. Στόχος είναι η οπτικοποίηση του χώρου με συνέπεια προς την ιστορική πραγματικότητα της εποχής και όχι η δημιουργία μιας προσομοίωσης με υπερ-ρεαλιστική αληθοφάνεια.
Τη μελέτη του ιστορικού υλικού ακολούθησε η επιλογή ορισμένων «φανταστικών» χαρακτήρων. Ως «φανταστικοί» ορίζονται χαρακτήρες που δεν υπήρξαν, αλλά θα μπορούσαν να έχουν υπάρξει και οι οποίοι δημιουργούνται με τη μέθοδο των «τεκμηριωμένων υποθέσεων» που βασίζεται στις ιστορικές πηγές.
Επελέγησαν χαρακτήρες που εκπροσωπούν διαφορετικές έμφυλες, κοινωνικές και εθνοτικές ομάδες, όπως, για παράδειγμα η Μενιδιάτισσα-Αλβανή «Κυριακή», η μορφωμένη Αθηναία «Ασπασία», ο Οθωμανός Αθηναίος «Μουράτ», ένας Αλβανός Γκέγκης, κοκ. Οι χαρακτήρες εμφανίζονται με τη μορφή avatars, για την απεικόνιση των οποίων έγινε εκτεταμένη βιβλιογραφική και αρχειακή έρευνα.
Η γλώσσα που μιλάνε οι χαρακτήρες διαμορφώθηκε έτσι, ώστε να είναι κατανοητή σήμερα, αποδίδοντας, όμως, και μια αίσθηση της ιστορικής περιόδου. Μελετήθηκαν πρωτογενείς πηγές, π.χ. Τα απομνημονεύματα του Π. Σκουζέ και του Μακρυγιάννη, και συγκροτήθηκε ένα λεξικό με ελληνικές λέξεις, καθώς και με τουρκικές και αλβανικές λέξεις, ορισμένες από τις οποίες ενσωματώθηκαν στους διαλόγους των χαρακτήρων οθωμανικής και αλβανικής καταγωγής αντίστοιχα.
Εν κατακλείδι, η εφαρμογή φιλοδοξεί να δημιουργήσει ένα ελκυστικό ερμηνευτικό μέσο, το οποίο βοηθά διαφορετικές ομάδες κοινού να αντιληφθούν με διαφορετικό τρόπο τα γεγονότα της πολιορκίας. Υπ’ αυτή την οπτική, η δράση συνιστά μια καινοτόμο εφαρμογή στο πεδίο της δημόσιας ιστορίας και ένα ερμηνευτικό «εργαλείο» που μπορεί να αποτελέσει ένα μοντέλο επικοινωνίας της ιστορίας σε ευρύτερες ομάδες κοινού.