Λεξικό λέξεων, φράσεων και εκφράσεων της γλώσσας των Αθηναίων στις αρχές του 19ου αιώνα

Λέξεις που μας θυμίζουν ιδιωματισμούς, γνώριμες ή και τελείως άγνωστες σήμερα, ήταν, 200 χρόνια πριν, μέρος της καθομιλουμένης στην Αθήνα, όπως μαρτυρούν οι πηγές.
Η συλλογή που ακολουθεί σταχυολογεί ελάχιστο μέρος αυτού του τοπικού ιδιώματος, που παράγεται σε μια κοινωνία συνύπαρξης διαφορετικών κοινωνικών, εθνοτικών και θρησκευτικών ομάδων. Σε κάποιες λέξεις ή φράσεις η εξήγηση είναι απαραίτητη σήμερα, σε άλλες πάλι όχι…

Σατωβριάνδος, Οδοιπορικό του 1806

Περιγραφή του Σατωβριάνδου στον Μυστρά για τις συνομιλίες ντόπιων και Ευρωπαίων.
«Οι Τούρκοι πετάχτηκαν στο νερό για να τραβήξουν τη βάρκα μας στη στεριά και μας βοήθησαν να πηδήσουμε στον βράχο. Μιλούσαν όλοι μαζί ταυτόχρονα και έκαναν χίλιες ερωτήσεις στον καπετάνιο, στα ελληνικά και στα ιταλικά» (σελ. 33).
«Άφησα στο πλοίο τον Γάλλο υπηρέτη μου Ζιλιέν… και πήρα στην υπηρεσία μου έναν Μιλανέζο, ονόματι Ζοζέφ, έμπορο κασσίτερου στη Σμύρνη. Ο άνθρωπος αυτός μιλούσε λίγα νέα ελληνικά και δέχτηκε με τίμημα ένα ποσό που συμφωνήσαμε να μου κάνει τον διερμηνέα (σελ. 35)… Ο Μιλανέζος ήταν κοντός και ξανθός, κοιλαράς, ροδαλός και καλοσυνάτος. Ήταν ντυμένος από πάνω έως κάτω με μπλε βελούδο. Δύο μακριές πιστόλες περασμένες σε μια στενή ζώνη ανασήκωναν το σακάκι του με τρόπο κωμικό» (σελ. 35, 38).
«Ο διερμηνέας ήξερε μόλις λίγες λέξεις ιταλικά και αγγλικά. Για να τον κάνω να με καταλάβει καλύτερα, επιχειρούσα κάποιες αδέξιες φράσεις στα νέα ελληνικά. Σκάλιζα με το μολύβι κάποιες λέξεις στα αρχαία ελληνικά. Μιλούσα ιταλικά και αγγλικά και σε όλα αυτά ανακάτευα και γαλλικά. Ο Ζοζέφ ήθελε να μας κάνει να συνεννοηθούμε, αλλά το μόνο που κατάφερνε ήταν να μεγαλώσει τη σύγχυση. Ο γενίτσαρος και ο οδηγός (ένα είδος Εβραίου μιγά) έλεγαν την άποψή τους στα τουρκικά και τα πράγματα γίνονταν ακόμη χειρότερα. Μιλούσαμε όλοι ταυτόχρονα, φωνάζαμε, κάναμε χειρονομίες. Με τις διαφορετικές φορεσιές μας, τα πρόσωπα και τις γλώσσες μας που διέφεραν, μοιάζαμε με σύναξη δαιμόνων, σκαρφαλωμένοι πάνω στα ερείπια αυτά, την ώρα που έδυε ο ήλιος» (σελ. 79).

[Φτάνει στην Ελευσίνα]

«Παρακάλεσα έναν Αθηναίο φίλο του Φοβέλ [Γάλλου πρόξενου της Αθήνας]. Έβαλε το χέρι στην καρδιά, όπως έκαναν οι Τούρκοι, και υποκλίθηκε ταπεινά: μου είπε ότι είχε ακούσει πολλές φορές τον Φοβέλ να εξηγεί όλες τις τοποθεσίες της Αττικής γης, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν θα τα κατάφερνε. Στα ανατολικά βλέπετε την κορυφή ενός κατακίτρινου βουνού. Είναι το Τελοβούνι ή μικρός Υμηττός. Από την άλλη πλευρά το νησί που βλέπετε είναι η Κόλουρις, που ο κύριος Φοβέλ μας το λέει Σαλαμίνα. Εκεί λέει δόθηκε μια μεγάλη μάχη ανάμεσα σε Έλληνες και Πέρσες. Οι Έλληνες κρατούσαν το πέρασμα και οι Πέρσες ήταν στο Πόρτο Λεόνε, που σήμερα τον λέτε Πειραιά. Το χωριό που είμαστε τώρα ο κύριος Φοβέλ το ονομάζει Ελευσίνα. Εμείς οι υπόλοιποι το λέμε Λεψίνα (σ. 125).

1826

Αλληλογραφία του Γκούρα με Αλβανό αγγελιοφόρο:
Ο Γκούρας αλληλογραφούσε με έναν αλβανό αξιωματικό του Κιουταχή, ο οποίος τον πίεζε να παραδώσει το κάστρο και να γίνει υποτελής του Κιουταχή. Από την επιστολή του Αλβανού φαίνεται ότι συνεννοούνταν στα ελληνικά με προσμείξεις άλλων γλωσσών.
«Φίλε μου καπετάνιε Γκούρα σε χαιρετώ και σου φανερώνω ότι με ίμπρι του Κιαχαγιάμπεϊ εφέντη μας ήλθαμεν εδώ. Και ο σκοπός των αφεντάδων μας είναι να μην σηκωθούμεν από εδώ, αν δεν τελειώση η υπόθεσις της Αθήνας. Διά τούτο ως φίλος σε συμβουλεύω να μη γένης αιτία να χαλασθή και να χαθή κατά κράτος τέτοιον φοβερόν Μεμλεκέτι (επαρχία)… αν είσαι φρόνιμος ημπορείς να καταλάβεις το σελεμέτι (σωτηρία) σου και να μη πάρεις εις τον λαιμόν σου το κρίμα του Φακήρ Φουκαρά (πτωχολογιά δηλαδή τους καημένους κατοίκους)» (Σουρμελής 1834, 144)

Στον Χάου προκαλούσε εντύπωση το λεξιλόγιο των Ελλήνων και ανέφερε ότι αν τους άκουγαν οι φιλέλληνες θα απογοητεύονταν. Συγκεκριμένα σε ομιλία οπλαρχηγού στους αγωνιστές για να τους εμψυχώσει άκουγε
«Βρε μαντρόκυλα θα έβγομεν με άσπρο πρόσωπο ή με χεσμένο;»
«Με άσπρο καπετάνιε μας, με άσπρο»
(Χάου 1828, 160).

«Η πλειοψηφία των Τούρκων μιλάει ελληνικά, ελλείψει εμπορίου με τους Τούρκους έξω… γνωρίζουν όλοι ελληνικά για να συνεννοούνται με τους Έλληνες, όπως και οι Έλληνες γνωρίζουν τουρκικά» (Κομίνης 2011, 29).

Α

Ακόμης ακόμη
Αλογατάρης έφιππος
Αιφνιδίως ξαφνικά
Αναγκαίο αποχωρητήριο (Σκουζές)
Αναντίον εναντίον
Αντρομίδα υφαντό σκέπασμα
Ανώι ή ανώγι το πάνω μέρος του σπιτιού
Απάνου πάνω
Απεζός πεζός (δεν ημορούσα να πάγω απεζός)
Απόγιομα απόγευμα
Απόξω απέξω
Αργαστήριον εργαστήριο
Ασίκης λεβέντης
Άσπρα χρήματα
Αυτεινή αυτή
Αυθέντης αφέντης

Β

Βακούφι (τ.) : δωρεά συνήθως κτηματική, η οποία παραχωρείται σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο, για μουσουλμανικούς θρησκευτικούς ή φιλανθρωπικούς σκοπούς, χωρίς πρόθεση ανάκτησης των περιουσιακών στοιχείων.
Βεράτια : έγγραφα της οθωμανικής διοίκησης, με τα οποία ένας υπήκοος του Σουλτάνου αναλάμβανε κρατική θέση.
Βοεβόδας : Οθωμανός διοικητής, υπεύθυνος για τα οικονομικά της περιφέρειας, συχνά ήταν ταυτόχρονα και ζαμπίτης (υπεύθυνος για την τήρηση της δημόσιας τάξης. Επεμβαίνει ελάχιστα στη διαχείριση των χριστιανών και είναι ευχαριστημένος με την είσπραξη του φόρου που συλλέγεται από κοτζαμπάσηδες ή άρχοντες. Εκτελεί δικαστικές αποφάσεις, επιβάλλει την τάξη, επικυρώνει κτηματικά πωλητήρια και επιλύει εκκρεμείς διαφορές σε συνεργασία με τον καδή. Είχε ετήσια θητεία, που μπορούσε να ανανεώνεται για χρόνια, αν οι υπήκοοι ήταν ευχαριστημένοι.
Βολά φορά
Βότυρο βούτυρο
Βουρδόλακας Βρικόλακας
Βούνευρο βούρδουλας
Βραδινιάν βραδιά

Γ

Γιρούσι γιουρούσι
Γιόμωσα γέμισα
Γιομάτος γεμάτος
Γκέγκηδες αλβανική φυλή

Δ

Διδάσκαλος δάσκαλος
Δισδάρης οθωμανός φρούραρχος του κάστρου της Ακρόπολης ή αγάς του Κάστρου.
Δισάκι τσάντα
Δόσιμο φόρος

Ε

Έβγα βγες
Ειδέ αλλιώς (ειδέ έπρεπε αποθάνω)
Έμβαζε έβαζε
Ετότες τότε
Έτζι έτσι
Εμπροστήτερα πριν, πιο μπροστά
Εμύνησε είπε, πρόσταξε
Ενθυμούμαι Θυμάμαι
Επίλοιποι υπόλοιποι
Εστάθηκα έμεινα (εκεί εστάθηκα έως έξη μήνες)
Εσπέρας, το βράδυ
Ευθυνά φθηνά
Ευθύς αμέσως
Ευκή ευχή
Εμβαίνω μπαίνω

Ζ

Ζαμπίτης υπεύθυνος για την τήρηση της δημόσιας τάξης

Η

Ηξεύρω ξέρω
Ήτον ήταν

Θ

Θανατικό επιδημία
Θέρος θερισμός, αγροτική εργασία

Ι

Ιμαρέτ πτωχοκομείο

Κ

Καβαλαρία ιππικό
Κακοκαιριά κακοκαιρία
Κάμνω/μω κάνω
Κατώι ή κατώγι κάτω μέρος του σπιτιού
Καφενές/καβενές
Καλλιότερη καλύτερη
Κόνεψα έμεινα, εγκαταστάθηκα
Κουλιγιέτ συγκρότημα κοινωφελούς χαρακτήρα που αποτελείται από το τζαμί, το πτωχοκομείο, τον μεντρεσέ και το σχολείο.
Κουμαντάρω κάνω κουμάντο
Κρυφίως κρυφά

Λ

Λαγουμιτζής εκείνος που σκάβει λαγούμια
Λέγω λέω
Λεϊμονιά Λεμονιά

Μ

Μαγειριό κουζίνα
Μαγκατζής μάγκας
Mαγκιούνι γλυκό από μέλι, κουκουνάρι και νεράτζι
Μαϊστρος/α μάστορας (ο/η)
Μαρτυρώ λέω
Ματζούκα ματσούκι για ραβδισμό
Μαχαλάς γειτονιά
Μεγαλιότερη μεγαλύτερη
Μεντρεσές σχολείο, ιεροδιδασκαλείο των Οθωμανών
Μιστός μισθός
Μόρτης μάγκας
Μουσαφιραίγους μουσαφιραίους
Μπακιρικόν (το) τα σκεύη από μπακίρι
Μωαμετάνος Μωαμεθανός, Μουσουλμάνος

Ν

Νοιώθω καταλαβαίνω
Ντάπια πηγάδι

Ξ

Ξωτάρηδες φτωχοί καλλιεργητές κτημάτων και κήπων στα προάστια της Αθήνας (κοινωνική τάξη)
Ξοπίσω από πίσω

Ο

Ολημερίζω περνάω τη μέρα μου (από εδώ και το λημέρι)
Ολίγο(ν) λίγο
Όλαι ομού όλες μαζί
Ομιλώ μιλώ
Ομπρώς εμπρός
Οπούταν όπου ήταν
Ομού μαζί
Οπίσω/οπίσου πίσω
Ότι επειδή (οι άνθρωποι κατουρούσαν εις το χαντάκι, ότι δεν μπορούσαν να πάνε αλλού)

Π

Παγαίνω πηγαίνω
Πάλε πάλι
Περιπάτημα περπάτημα
Περισάνι κάμω λεηλατώ (την έκαμεν περισάνι)
Πεσκέσι εθιμικό δώρο
Παπούκια παπούτσια
Ποδάρι πόδι
Πολλά πολύ
Πλούτηνε πλούτισε
Πτωχοί φτωχοί

Ρ

Ραβδισμός μαστίγωμα
Ροχικά ρούχα

Σ

Σαπουντζής σαπωνοποιός
Σεπέπι αίτιος (να μη γένει σεπέπι)
Στανικώς με το ζόρι
Συγύρια πράγματα δικά μας
Συνάζω μαζεύω (εσύναξε)
Σώνω φτάνει (δεν σώνει)

Τ

Ταγάρι υφασμάτινος σάκος
Τίποτες τίποτα
Τερλίκια παπούτσια που φορούσαν οι άρχοντες
Τζακίζω τσακίζω
Τζιοβαρικά στολίδια των γυναικών
Τζουβάλια τσουβάλια
Τότες τότε
Τούρκισσες τουρκάλες
Τυρίον τυρί

Υ

Ύστερον ύστερα

Φ

Φαμελιά οικογένεια
Φιρμάνια διατάγματα
Φκιάνω φτιάχνω
Φουκαράς φτωχός
Φράγκοι δυτικοευρωπαίοι που μένουν στην Αθήνα
Φραγκάκι παιδί με παντελόνια την εποχή που άλλοι φορούσαν βράκες
Φυλάγω/φυλάττω Φυλάω

Χ

Χαμάμ λουτρό
Χαμπέρι νέο, είδηση
Χαράτσι ετήσιος φόρος
Χείρα χέρι
Χρηματικό χρήματα (δεν υπήρχε πλέον χρηματικό)

Ψ

Ψωμωθήκη θήκη για το ψωμί
Ψένω ψήνω

Εκφράσεις

Κάμω ομολογία
Εις αυτουνούς
Με τους ήμισης… με τους άλλους ήμισης
Περασμένη εις χρόνους (μεγαλη σε ηλικία)
Έγινε απόφασις.
Οι επίλοιποι (οι υπόλοιποι)
Κάμω σκέψη.
Νερό τρεχάμενο
Το χρηματικό ετελείωσε ομοίως και τα τζιοβαρικά, στολίδια των γυναικών.
Καινούρια παπούτζια τα Χριστούγεννα ή τη Λαμπρά εις πολλά ολίγους έβλεπες.

Μπαλαιοπάπουτσα και εμπαλωμένα
Το θανατικό έκαμε φθορά πολύ.
Είχον συνήθειαν.
Τον παιρνά έμπροστεν των καφενέδων.
Ευθύς προστάζει να του φέρουν τζιμπούκι και καφέ.
Εις το αύριον θέλει πάγει να τον ανταμώσει να ομιλήσουν και πλατύτερα.
Επήγεν εις το κονάκιόν του και κράζει ιατρόν.
Έτζι ήβγεν η απόφασις.
Τότε ήρχισε το θανατικό.
Έπιεν-πιε (ήπιε, πιες)
Άρχισαν και επόθαιναν.
Εσκόρπισεν η πόλις.
‘Ημουν εις χρέος να παγαίνω.
Αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας.
Το κακόν αύξαινε.
Εγέμοσα την κοιλιά μου.
Εχόρταινα την κοιλιά μου εις τα πάντα.
Αυτεινοί είχον σκοπό …
Αυτό το μοναστήρι ήτον σημαντικούτζικον.
Προς τον Μάγιον
Ήρθεν είδησις
Να ψωνίζω τα χρειαζόμενα του οσπιτιού.
Πηγαινάμενος – πήγαινα
Του λέγει
Ήτον τοιούτη
Δεν με άφησε πλέον να υπάγω.
Τουτο το παιδί θέλει γένει πλούσιος.
Έλαβα συμβουλή.
Ο Κύριες οίδε πως έπρεπε να καταντήσω.
Εβοηθούσα του μάγειρος, επαραστεκόμουν εις το τραπέχι.
Έκαμε διακοπή το θανατικό.
Μας περνούν από το σπαθί τους.
Κρασί, ρακί κι όλα σας τα συγύρια

Μονάδες μέτρησης

Μονάδα μέτρησης βάρους στερεών
Καντάρι: 44 οκάδες
Οκά: 1280 γραμμάρια (περίπου-υποδιαιρείται σε 400 δράμια)
Δράμι: 3,205 γραμμάρια

Μονάδα μέτρησης βάρους υγρών
Για τα υγρά υπήρχαν το γαλόνι, η παλιάτσα, το σέκιο. Υπήρχαν, βέβαια, και άλλες γνωστές υποδιαιρέσεις: Η μισή, το κατοστάρι, το πενηνταράκι στις ταβέρνες και στα Επτάνησα η μισαλίστρα, η μισόπιντα, το καρτούτσο, το κουάρτο, η ουγγιά κ.ά. Αλλά υπήρχε και μία σειρά από φράσεις της καθημερινής ζωής σε σχέση με τα μετρικά συστήματα τόσων αιώνων. «Όπου κι αν πας, η οκά έχει τετρακόσια δράμια» έλεγε μία φράση, που σήμαινε ότι, όπου κι αν γυρίσεις, θα βρεις την ίδια λογική, τις ίδιες απαιτήσεις. Για τους έξυπνους ακόμη λέμε ότι «τά ‘χουν τετρακόσια», εννοώντας τα μυαλά τους, όπως τα δράμια η οκά. Για τους κουτούς, όμως, έλεγαν ότι τα «δράμια τους είναι ξίκικα», δηλαδή λειψά.
Πηγή: https://www.taathinaika.gr/otan-to-kilo-kai-to-chiliogrammo-antikatestisan-tin-oka-kai-ta-dramia

Νόμισμα

Πιάστρο ή Γρόσι (= 40 παράδες)
Παράς